αγυριστιά

αγυριστιά
η [αγύριστος]
1. η μη επάνοδος (στο σπίτι, στην πατρίδα κ.α.)
2. τόπος από τον οποίο δεν επιστρέφει κανείς, ο αγύριστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγυριστιά — η η μη επιστροφή, ο θάνατος: Το ταξίδι αυτό έμελλε να ναι η αγυριστιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγυρισιά — η η αγυριστιά* …   Dictionary of Greek

  • αγύριστος — η, ο 1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος 2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε 3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”